Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Η Πείνα στην κατοχή....

"Όλη η Ελλάδα ήταν υποδουλωμένη στους Γερμανούς. Τρόμος και απόγνωση παντού. Οι Έλληνες τρομαγμένοι μπροστά στην ανελέητη πολεμική μηχανή του φασισμού υπέμεναν μοιρολατρικά την υποδούλωση. Όσοι δεν άντεχαν το ζυγό, ανέβηκαν στα βουνά, έγιναν αντάρτες. Έστηναν καρτέρι στους Γερμανούς και με τα πρωτόγονα όπλα τους, έδιναν μάχες για τη λευτεριά, άνισες βέβαια, αλλά δεν τις ζύγιζαν με τη ζυγαριά της φρόνησης. Μετρούσε μόνο η ευθύνη τους μπροστά στο χρέος για την πατρίδα.

Γνώριζαν ότι δε θ’ αντέξουν για πολύ, ότι γρήγορα ο θάνατος θα τους αγκαλιάσει. Όλα τα γνώριζαν και τα βλέπανε, αλλά μέσα στις ηρωικές φλέβες τους έρεε το αίμα του μεγαλείου και της αυτοθυσίας.Έτσι έγινε το χειμώνα του 1943. Οι αντάρτες είχαν πληροφορία ότι θα περνούσαν από ένα ορεινό δύσβατο και στενό, με πολλές στροφές, δρόμο, γερμανικά αυτοκίνητα. Κατέβηκαν κρυφά από το βουνό, έστησαν ενέδρα και αιφνιδίασαν τον εχθρό. Έγινε μάχη, σκότωσαν αρκετούς Γερμανούς και τους πέταξαν σε μια χαράδρα.Όταν έφτασαν γερμανικές ενισχύσεις, δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν και κρύφτηκαν στο δάσος. Ύστερα απ’ αυτό το περιστατικό όλα τα γύρω χωριά άδειασαν. Φοβήθηκαν τα αντίποινα!Για κάθε χαμένο Γερμανό, έκαιγαν ένα ολόκληρο χω-ριό και σκότωναν τους κατοίκους. Οι χωριανοί έπαιρναν τα παιδιά τους, όσα τρόφιμα και ρούχα μπορούσαν και ανέβαιναν στο βουνό. Κατασκήνωναν κάτω από σπηλιές, που είχαν για οροφή τους βράχους και για πάτωμα το βρεγμένο χώμα. Οι μεγάλοι απαγόρευαν στα παιδιά να βγαίνουν έξω από τη σπηλιά για να μη δίνουν στόχο. Έπρεπε να κάθονται μέσα στις τρύπες ξυπόλυτα και πεινασμέναΤα τρόφιμα σιγά σιγά τελείωναν κι άρχιζε η βασανιστική πείνα για όλους.
Ούτε το κρύο δεν μπορούσαν να υποφέρουν, φωτιά δεν άναβαν, γιατί τους έπνιγαν οι καπνοί, αλλά και για το φόβο των Γερμανών – να μη γίνουν στόχος με τη λάμψη. Με χίλιες προφυλάξεις έπαιρναν νερό από τις κοντινές πηγές για να πιουν. Καθαριότητα; Ούτε λόγος, αυτό ήταν, εξάλλου, το τελευταίο που τους ενδιέφερε. Όσο περνούσαν οι μέρες, τα τρόφιμα λιγόστευαν, τόσο πια, που σχεδόν δεν είχαν τίποτα.Αποφάσισαν λοιπόν τα μεγάλα παιδιά να βγουν κρυφά στο βουνό. Δεν άντεχαν εκτός των άλλων και την ακινησία! Καθώς ανέβαιναν, το κρύο ήταν δυνατό και η πεί-να μεγαλύτερη, πιο βασανιστική.Έσκυψαν στο χώμα, σκάλισαν με τα χέρια τους, έφαγαν ρίζες και χόρτα, έφαγαν χαρούπια και βελανίδια. Άναψαν φωτιά να ζεσταθούν, κάθισαν τριγύρω, άπλωναν τα χεράκια τους και κουβέντιαζαν μεταξύ τους.Κάποια στιγμή το λουρικό, που στήριζε το παντελονάκι του Μόδεστου, ακούμπησε στ’ αναμμένα κάρβουνα. Του το είχε φτιάξει ο πατέρας του από δέρμα χοίρου. Ήταν το μοναδικό του στολίδι. Άρχισε να καίγεται και μια τσίκνα από κρέας απλώθηκε τριγύρωΤα παιδιά λιγουρεύτηκαν τη γεύση αυτής της σπάνιας τροφής. Πόσο καιρό είχαν να φάνε κρέας! Ξαναθυμήθηκαν τη γεύση του!Τράβηξαν το λουρί του φίλου τους και το πέταξαν στη χόβολη. Το παιδί έκλαιγε, του πήραν το δώρο που του έκαμε ο πατέρας του! Χύμηξε στη φωτιά να το βγάλει. Δυο παιδιά τον κρατούσαν ακίνητο και τ’ άλλα σιγόψηναν το λουρί και μοσχοβόλησε το βουνό.Όταν μαλάκωσε λίγο το έκοβαν κομμάτια και το έτρωγαν. Ήταν το πιο νόστιμο ψητό, που γεύτηκαν όλοι, εκτός από το μικρό Μόδεστο που έκλαιγε το λουρί του, το στολίδι του!Τώρα ο Μόδεστος ήταν υποχρεωμένος, σαν όλα τ’ άλλα παιδιά, να στερεώνει το παντελόνι στο λιπόσαρκο κορμάκι του μ’ ένα σπάγκο."


Η ιστορία βρίσκεται στο το βιβλίο: Ευγενία Σπαντιδάκη – Ζαμπετάκη,
 Συνάντηση με την παράδοση – Αληθινές ιστορίες
Εκδόσεις Αδελφοί Βαλάσση. Αθήνα 2004.
 Άγονη γραμμή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου