Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Μελετώντας – Αναπολώντας – Μελαγχολώντας


By:Γιώργος Μ.Λιοντήρης
Πολιτικός Μηχανικός

Στον καιρό της Τρόικας περισσεύει χρόνος για σκέψεις και περισυλλογή, για αναζήτηση αιτίων, για ιστορική αναδρομή και πιθανόν για αυτοκριτική για όλους μας. Δανείζομαι μια τέτοια καταγραφή σκέψεων του κ. Δημήτρη Α. Σεβαστάκη ζωγράφου, επίκ. Καθηγητή της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, που δημοσιεύθηκε στην στήλη Εν-στάσεις της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, και νομίζω ότι αξίζει να προβληματιστούμε:

Η κατάθλιψη
Την Παρασκευή το απόγευμα ερημιά. Το Σάββατο ερημιά. Δεν στοιχίζει η δημοτική παιδική χαρά ούτε ο περίπατος στις πλατείες ούτε οι βιτρίνες των έρημων μαγαζιών. Όμως ο κόσμος δεν βγαίνει, δεν κοιτάει. Δεν θέλει να βλέπει, γιατί δεν μπορεί να θυμάται αυτό που από λίγους μήνες ήταν: εύπορος Ευρωπαίος που κοίταζε με συγκατάβαση τις γκρίζες φωτογραφίες του πατέρα του ή του παππού του. Τα φτωχά τζιν καμπάνες του πολυτεχνείου πατέρα, τα πάμφτωχα λινά ρεβέρ του μεταπολεμικού παππού του. Κοίταζε με την κουρασμένη υπεροψία του γρήγορου και αδίστακτου καταναλωτή, με την πλεονάζουσα κατανόηση του επιδειξία πλούτου και των καταναλωτικών επιβεβαιώσεων. Ο παππούς έπρεπε να δουλεύει σκυλίσια για το πρώτο διαμέρισμα, ο πατέρας για το μεγαλύτερο διαμέρισμα και το μικρό εξοχικό, αλλά και για να νομιμοποιηθεί μέσα σε μια επισφαλή δημοκρατία, ενώ ο ίδιος έπρεπε να δουλέψει απλώς για να πάρει την ακριβότερη έκδοση αυτοκινήτου με τα δερμάτινα καθίσματα ή να δώσει 20.000 ευρώ για να παντρευτεί. Απλή η ιστορία του τόπου μας.
Τώρα ερημώνουν οι γιορτές των φτωχών, οι βιτρίνες που δεν απαιτούν τίποτα, οι βόλτες για λίγη μπύρα στο κέντρο. Ο ίδιος αδυνατεί να αντικρίσει την πτώση. Περίεργη όμως πτώση. Δεν ένιωσε κανέναν ίλιγγο από την ανάδυση του με το «κωστοπουλικό Κλικ», το μεταΠΑΣΟΚ της ώριμης και αποενοχοποιημένης κεντροαριστεράς, αλλά νιώθει ίλιγγο τώρα που κατακρημνίζεται στο free-press της ίδιας αφηγηματικής κουλτούρας. Ενώ είχε μηχανισμούς για να διαχειριστεί την άνοδο – μπορούσε να ταυτίζεται με τον Μαικλ Ντάγκλας – τώρα αδυνατεί να οργανώσει μηχανισμούς για να εκλογικεύσει την πτώση. Δεν πέρασε ποτέ από το νου του ότι αυτή η άνοδος δεν τον περιείχε. Ότι ήταν το κόκαλο για να φτιαχτούν τα νέα τζάκια σε συνέχεια αυτών που «φτιάχτηκαν» με το σχέδιο Μάρσαλ. Δεν φαντάστηκε ότι η δική του γενεαλογική συνέχεια, ο πατέρας με τα τζιν και το μικρό εξοχικό, ο παππούς με τα ρεβέρ και το πρώτο διαμέρισμα, απλώς αντιστοιχούσαν σε κάτι πιο ιλιγγιώδες, σε έναν μεταπρατικό, αντιπαραγωγικό, ελληνικό καπιταλισμό, τον καπιταλισμό του κρατικού προμηθευτή και της παραγωγικής λούφας. Από τον καπιταλισμό του «εθνικόφρονος βουλευτικού μέσου» και τον μετέπειτα καπιταλισμό της «κομματικής οργάνωσης», στο σημερινό καπιταλισμό της «άκρης και του κονέ». Δεν κατάλαβε ότι αυτή η γενεαλογία στη γλώσσα κρύβει τη μεταπολεμική ιστορία του τόπου. Αλλά κι ότι οι τιμωρητικές νουθεσίες που ακούει όλη μέρα στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις δεν είναι για να διορθωθεί το κακό, αλλά για να συνεχίσει να εξαπλώνεται ανανεωμένο και πιο βουλιμικό, για να παρθούν όλα πίσω, για να μηδενιστεί το κοντέρ. Νέος εμφύλιος, νέα ερείπια, νέο σχέδιο Μάρσαλ, νέοι κανίβαλοι, νέα κόλαση, νέα εκδίκηση, παντού μίσος.
Αυτή είναι η περιγραφή, η νεοτερικότητα της μετα-μεταπολίτευσης, ο μοντερνισμός της ενάρετης παραγωγής του Προβόπουλου, η επανάσταση του καλβινιστικού παπανδρεϊσμού. Βαθιά μέσα του νομίζει ότι χάνει το πλεόνασμα από τα λύτρα. Γι΄αυτό, ενοχικός, φοβισμένος και βλάκας, δεν βγαίνει, δεν εκδηλώνεται. Τάχα μου λυσσασμένος τυφλοπόντικας του youtube, τάχα μου νέες τεχνολογίες για να κοιτάξει στις ιστοσελίδες αυτοκίνητα και τιμές ξενοδοχείων. Εδώ θα περάσει τα Χριστούγεννα, εδώ το Πάσχα, έτοιμος για το χειρότερο, κατατονικός και ιντερνετάκιας. Μπαίνει και σε κανένα blog και βρίζει. «Τους τα΄πα». Όπως παλιά ο τζινάκιας πατέρας του στη καφετέρια κι ο ρεβέρ παππούς του στο καφενείο. Ο καθένας τα ΄ριχνε στο ιστορικό blog της γενιάς του. Για να ησυχάζει και να ξαναπείθεται. Πιο επικίνδυνο στη σαββατιάτικη κατάθλιψη είναι ότι κρύβει μια νέα ευπιστία κι όχι μια νέα ευφυϊα. Θα δούμε…
Για τη μεταφορά
Γιώργος Μ. Λιοντήρης