Το κρύο ήταν τσουχτερό αλλά και ο πειρασμός μεγάλος. Είχα καιρό να περάσω από τον θρυλικό δρόμο της Αθήνας, την οδό Φυλής, εκεί που το αρχαιότερο επάγγελμα είναι περισσότερο ιεροτελεστία παρά εργασία... Προχωρώντας με γοργό βήμα στην Κοδριγκτώνος, περνούσαν διάφορες σκέψεις από το μυαλό μου. Τα χρόνια που πέρασα εκεί εργαζόμενος στο τοπικό σούπερ μάρκετ, οι γνωριμίες, λόγω της συγκεκριμένης δουλειάς, με τις πόρνες της περιοχής, οι συζητήσεις με πελάτες που το βράδυ μεταμορφωνόντουσαν σε «αφεντικά» στους οίκους ανοχής... Όλα αυτά μπερδεμένα με ένα έντονο συναίσθημα νοσταλγίας και προβληματισμού. Η οδός Φυλής ήταν ένα μεγάλο σχολείο για μένα. Για τον τρόπο που έβλεπα μέχρι τότε τα πράγματα και για τον τρόπο που τα βλέπω τώρα...
Ο προβληματισμός μου είχε να κάνει με το αυτονόητο... Πολλές νεαρές κοπέλες, στην πλειοψηφία τους αλλοδαπές, εκδίδονταν με σκοπό μια καλύτερη ζωή. Κοπέλες κυρίως από το πρώην ανατολικό μπλοκ, «σαν τα κρύα τα νερά», που στην πατρίδα τους είτε λόγω οικονομικής κρίσης, είτε λόγω ατυχίας αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της ξενιτιάς με μόνο εφόδιο, το κορμί τους... Αλλά και Ελληνίδες. Νεαρές ή μη, λίγο πιο πονηρεμένες από τις αλλοδαπές προσαρμόζονται ευκολότερα στις «καταστάσεις της δουλειάς», όπως συνηθίζουν να λένε...
Ο προβληματισμός μου είχε να κάνει με το αυτονόητο... Πολλές νεαρές κοπέλες, στην πλειοψηφία τους αλλοδαπές, εκδίδονταν με σκοπό μια καλύτερη ζωή. Κοπέλες κυρίως από το πρώην ανατολικό μπλοκ, «σαν τα κρύα τα νερά», που στην πατρίδα τους είτε λόγω οικονομικής κρίσης, είτε λόγω ατυχίας αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της ξενιτιάς με μόνο εφόδιο, το κορμί τους... Αλλά και Ελληνίδες. Νεαρές ή μη, λίγο πιο πονηρεμένες από τις αλλοδαπές προσαρμόζονται ευκολότερα στις «καταστάσεις της δουλειάς», όπως συνηθίζουν να λένε...
Στρίβοντας στο στενό, τα φωτεινά λαμπάκια έξω από τα νεοκλασικά κτίρια (σήμα κατατεθέν των οίκων ανοχής) μου δημιούργησαν το έντονο συναίσθημα της πρώτης φοράς... Ο κόμπος στο ύψος του στέρνου, το καρδιοχτύπι για το άγνωστο... Μόνο που πια όλα αυτά ήταν τόσο γνωστά για μένα. Στάση πρώτη. Η μισάνοιχτη πόρτα (επίσης σήμα κατατεθέν...) ανοίγει με ελάχιστο σπρώξιμο... Μπαίνοντας η έντονη μυρωδιά χλωρίνης, ο τακτοποιημένος διάδρομος και το τραπεζάκι με το ανθοδοχείο στο τέλος του δωματίου δείχνουν ότι η «τσατσά» (όρος που χρησιμοποιείται για την ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής) δίνει μεγάλη σημασία στην καθαριότητα. Φτάνοντας στο τέλος του διαδρόμου μπαίνω στο κεντρικό δωμάτιο που στις άκρες του έχει δύο πόρτες. Τα δωμάτια. Άλλες φορές μικρά άλλες μεγάλα. Ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου, μια δισκομπάλα σαν και αυτές που έχουν τα μαγαζιά που παίζουν ντίσκο μουσική, στριφογυρνάει στον ρυθμό του Porcelain του Moby...
Στους τοίχους κάδρα γυμνών γυναικών σε πόζες αισθησιακές, σχεδόν καλλιτεχνικές θα μπορούσε να πει κανείς. Άλλωστε η τέχνη είναι κύριο συστατικό στον τρόπο που προωθείται το μήνυμα των οίκων ανοχής. Και ποιο είναι το μήνυμα θα μου πείτε.. «Κρατάμε την ισορροπία της κοινωνίας νεαρέ...» μου είχε πει κάποτε πελάτισσα του σουπερ μάρκετ που τα βράδια μεταμορφωνότανε σε μπαρουτοκαπνισμένη «τσατσά», την μεγαλύτερη και την πιο σεβάσμια της περιοχής...
Στο κεντρικό δωμάτιο λοιπόν, εκτός των κάδρων και της δισκομπάλας που μου έκανε εντύπωση, αλλά και των διαλεγμένων τραγουδιών που ακούγονταν από το κασετόφωνο, υπήρχαν δύο μονοί καναπέδες και ένας μεγάλος, Εκείνη την στιγμή δεν υπήρχε κανένας πελάτης.
Στο μικρό δωματιάκι απέναντι από το κεντρικό δωμάτιο, ο ήχος και το φως της τηλεόρασης μάλλον δεν έκανε αισθητή την παρουσία μου. Έκανα λάθος όμως... Μια γκριζομάλλα, ηλικιωμένη κυρία έκανε την εμφάνιση της. «Καλησπέρα’ είπα περιμένοντας ανταπόκριση. «Καλησπέρα νεαρέ. Σε λίγο βγαίνει το κορίτσι μας. Πολύ καλή στο κρεβάτι, τα κάνει όλα και δεν έχει καθόλου ταμπού.» Αφού συνέχισε με λεπτομέρειες που όλοι γνωρίζουμε, τα βήματα των τακουνιών της κοπέλας και η εμφάνιση της με άφησαν με ανοιχτό στόμα... Μια πανέμορφη μελαχρινή κοπέλα, τουλάχιστον στο 1.80, γυμνασμένη, και όχι έντονα βαμμένη, στεκόταν μπροστά μου έτοιμη να μου προσφέρει τις υπηρεσίες της... «Από δω η Έλενα από την Μολδαβία, το κορίτσι μας... Θα σε ικανοποιήσει πλήρως.» είπε η ιδιοκτήτρια και αμέσως η πανέμορφη κοπέλα χαμογέλασε με νόημα. «Πόσο πάει?« ρώτησα κάνοντας την κλασσική ερώτηση που κάνουν όλοι οι άντρες που επισκέπτονται τους οίκους ανοχής. «15 ευρώ παλικάρι μου». Τιμή λογική, μιας και ήταν φυσιολογικό πως το αρχαιότερο επάγγελμα θα έπεφτε και αυτό... θύμα της οικονομικής κρίσης. «Ευχαριστώ, ίσως περάσω αργότερα» είπα και έφυγα μιας και ο λόγος της επίσκεψης μου δεν ήταν αυτός...
Βγαίνοντας από τον οίκο ανοχής, είδα ότι η κίνηση είχε αυξηθεί. Άλλωστε η ώρα ήταν 12. Τέτοιες ώρες νεαροί και όχι μόνο άντρες, αλλοδαποί και Έλληνες σεργιανίζουν στον συγκεκριμένο δρόμο, κυρίως κάνοντας χαβαλέ και πλάκα και λιγότερο με σκοπό να κάνουν έρωτα. Στάση δεύτερη. Αφού πέρασα μπροστά από ένα φτηνό ξενοδοχείο και μια πιτσαρία, ο οίκος ανοχής με το κόκκινο λαμπάκι και την ξύλινη πόρτα τράβηξε την προσοχή μου. Μπαίνοντας αντίκρισα ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό σε σχέση με το προηγούμενο. Ελληνική μουσική και φώτα xenon θύμιζαν περισσότερο μαγαζί με ελληνική μουσική παρά οίκο ανοχής. Αμέσως έκανε την εμφάνιση της μια έγχρωμη και πληθωρική κοπέλα. «Κλείνουμε. Πρόβλημα με αστυνομία. Άλλη μέρα.» μου είπε και δεν μου άφησε κανένα περιθώριο απάντησης. Αμέσως με γοργό βήμα βγήκα από τον οίκο, σκεφτόμενος και αυτού του είδους τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος του έπ’ αμοιβή έρωτα... Από παλιά βέβαια. Θυμάμαι πως ένα χρόνο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας μια απόφαση της κυβέρνησης που όριζε παράνομους τους οίκους ανοχής πού βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση από σχολεία και εκκλησίες, σήκωσε... θύελλα αντιδράσεων στους κύκλους των γυναικών του επαγγέλματος.
Η ώρα είχε πάει 12.15. Είχε έρθει η στιγμή να φύγω. Αφήνοντας πίσω μου τον «δρόμο της ακολασίας» όπως έχει χαρακτηριστεί από πολλούς στο παρελθόν, η γνώμη που είχα για αυτό το μέρος παρέμεινε, ίσως και να ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο.
Η οδός Φυλής είναι μια ιδιαίτερη περιοχή, που παρά την εισροή πολλών αλλοδαπών δεν έχει χάσει τα παλιά της στοιχεία. Οι λιγοστοί Έλληνες αλλά και μεγάλη πλειοψηφία ξένων βοηθούν σε αυτό. Οι δυσκολίες υπάρχουν, οι κίνδυνοι παραμονεύουν. Για μας όμως, για όσους έχουμε ζήσει έστω και ελάχιστα αυτό το μέρος, υπάρχει κάτι το μαγικό, το αληθινό. Το μέρος που πολλά παιδάκια γίνανε άντρες, το μέρος που ήταν σημείο συνάντησης στην παλιά Αθήνα (όχι μόνο για τους οίκους ανοχής) έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Άλλωστε η ανθρωπιά δεν βρισκότανε ποτέ στην τσέπη, στο χρώμα του δέρματος, στις πάντα μισάνοιχτες πόρτες και στα γυμνά σώματα, αλλά βαθιά στην ψυχή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου