Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Ποιος δεν θυμάται το "Λούνα Παρκ";


Οποιαδήποτε αναφορά στο ασπρόμαυρο «Λούνα Παρκ» των παιδικών αναμνήσεων της εγχώριας τηλεόρασης συνδέεται αυτομάτως με τον ρόλο που σφράγισε τη δική του ιστορία και τη μνήμη του φιλοθεάμονος και δεν είναι άλλος από τον κυρ Γιώργη του Διονύση Παπαγιαννόπουλου.
Ρόλος που αντανακλούσε τα πιο χαρακτηριστικά λαϊκά στερεότυπα του συντηρητικού νοικοκύρη, ο οποίος δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν, δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του και κυρίως διαθέτει την τετράγωνη λογική της «λαϊκής σοφίας». Μια πρόσμειξη των πιο χαρακτηριστικών ρόλων των παραδοσιακών νοικοκυραίων του λαϊκού ελληνικού σινεμά, στους οποίους είχε και ο ίδιος ο Παπαγιαννόπουλος διακριθεί και που μετά το «Λούνα Παρκ», μετέφερε αυτούσιο σε σειρά κινηματογραφικών ταινιών, χωρίς ωστόσο την επιτυχία της τηλεοπτικής του εκδοχής.
Η σειρά ήταν δημιουργία ενός μαέστρου των κινηματογραφικών λαϊκών μιούζικαλ, του Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος είχε αποφύγει με διάφορα προσχήματα να κάνει τηλεόραση στην εποχή της χούντας, αλλά έσπευσε να μεταφέρει στην ΕΙΡΤ του διοικητικού διδύμου Χορν-Μπακογιάννη ένα κόνσεπτ εκπομπής που είχε δει στην αυστριακή τηλεόραση, απευθυνόταν σε ολόκληρη την οικογένεια και είχε μεγάλη λαϊκή απήχηση.

Την ίδια ακριβώς πέτυχε και η ελληνική μεταφορά του με αποτέλεσμα τα βράδια της Πέμπτης να αντιλαλούν στις γειτονιές το μουσικό θέμα της εκπομπής, που είχε την υπογραφή του Μίμη Πλέσσα (είχε πρωτακουστεί στο μιούζικαλ «Οι θαλασσιές οι χάντρες»), και η χαρακτηριστική, πάντα βαριά και ελαφρώς θυμωμένη φωνή του κυρ Γιώργη.
Σε ένα σκηνικό με την υπογραφή του Μίνου Αργυράκη, που αναπαριστούσε το λούνα παρκ, διασταυρώνονταν με κινηματογραφικούς ρυθμούς καθημερινές ιστορίες λαϊκών τύπων, οι μικροκαημοί, οι αγωνίες της επιβίωσής τους σε έναν κόσμο που άλλαζε ραγδαία ερήμην τους.
Επί πέντε συνεχόμενα χρόνια από το 1974 ώς το 1981 το «Λούνα Παρκ» ήταν το εβδομαδιαίο λαϊκό σινεμά, καθώς οι περισσότεροι ρόλοι του ήταν βγαλμένοι από τις πιο γνωστές του επιτυχίες. Αλλά όχι μόνο. Είχε επιπλέον ένα τηλεπαιχνίδι για το κοινό, ενταγμένο στην ιστορία, το οποίο παρουσίαζε ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης με δώρο ένα διαμέρισμα (το μεγάλο όνειρο της μικροαστικής μεταπολεμικής Ελλάδας), του οποίου τα κλειδιά παρέδιδε στον νικητή του τελικού ο ίδιος ο Γιάννης Δαλιανίδης. Επίσης κατά τη διάρκεια του κάθε επεισοδίου γνωστοί τραγουδιστές της εποχής ερμήνευαν επιτυχίες τους.
Με άλλα λόγια, ήταν ένα είδος ολοκληρωμένης οικογενειακής τηλεοπτικής διασκέδασης, από το οποίο δυστυχώς για τους μελετητές της εγχώριας λαϊκής κουλτούρας δεν διασώθηκαν παρά ελάχιστα αποσπάσματα και αφηγήσεις των συντελεστών. Γιατί το «Λούνα Παρκ» αποτέλεσε την «τοιχογραφία» μιας εποχής, έναν τρόπο διασκέδασης στον απόηχο του παλιού σινεμά και της επιθεώρησης και όπως συμβαίνει με την τηλεόραση σε όλο τον κόσμο, έγινε ένα είδος εφαλτηρίου για την καινούργια εποχή, με τα παλιά αστέρια - Παπαγιαννόπουλο, Αλέκα Στρατηγού, Αννα Παϊτατζή - να δίνουν ομαλά τη σκυτάλη στη νέα γενιά (ακόμη και ο νεότατος τότε Σταμάτης Φασουλής έκανε ένα πέρασμα στον ρόλο του καφετζή).
Το «Λούνα Παρκ» θα μπορούσε να αποτελέσει και αντικείμενο μελέτης για μια κοινωνία στο μεταίχμιο μεγάλων αλλαγών, οι οποίες συντελούνταν σταδιακά για να φτάσουν στην έκρηξη - πολιτική, κοινωνική, οικονομική και αισθητική - της δεκαετίας του '80. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου