Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Η σφαγή των Λόρδων στο Δήλεσι

Ένα από τα πιο θλιβερά γεγονότα στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους
Η «σφαγή των Λόρδων στο Δήλεσι» ένα από τα πιο θλιβερά γεγονότα στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, στάθηκε η αφορμή να πέσει η κυβέρνηση Ζαΐμη και να καταρρακωθεί διεθνώς το κύρος της χώρας, ώστε οι Άγγλοι να φθάσουν να συζητούν ακόμα και για επιβολή «κατοχής» στην Ελλάδα.

Στη μετεπαναστατική περίοδο ως γνωστό, η ληστεία βρισκόταν σε έξαρση, παρά τα διάφορα μέτρα που είχαν πάρει οι κυβερνήσεις για την εξουδετέρωσή της. Οι λόγοι αυτής της έξαρσης είναι πάρα πολλοί με κυριότερους, τις διώξεις που υφίσταντο οι αγωνιστές του ’21 από τα Βαυαρικά στρατεύματα, το αραιοκατοίκητο της υπαίθρου, η ανεπαρκής αστυνόμευση, η χαλαρή φύλαξη των ελληνοτουρκικών συνόρων και η πολιτική ασυλία κάποιων ληστών, που έφθανε ως τη συνεργασία με τις τότε «αρχές», συνέβαλαν στη διατήρηση του φαινομένου καθ’ όλο τον 19ο αιώνα. 

Ας ξεκινήσουμε όμως την ιστορία μας, που μέχρι και σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί πόσο «τυχαία» ήταν. Το πρωινό της Δευτέρας 29 Μαρτίου 1870, μια ομάδα Άγγλων περιηγητών και διπλωματών (σημειωτέον ότι από τους συλληφθέντες μόνο ο Μάνκαστερ ήταν Λόρδος και όχι όλοι, όπως από λάθος διαδόθηκε αρχικά), ξεκίνησαν για μια επίσκεψη στο Μαραθώνα με δύο άμαξες, συνοδευόμενοι από τέσσερις έφιππους χωροφύλακες.

Την ομάδα αποτελούσαν ο Λόρδος και η Λαίδη Μάνκαστερ, ο νεαρός φίλος τους Φρεντερίκ Βάινερ ή Βίνερ εγγονός του κόμη Γκρέυ, ο δικηγόρος Εντουαρντ Λόιντ με τη σύζυγο και τη κόρη του, ο τρίτος γραμματέας της Βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα Εντουαρντ Χέρμπερτ, ο γραμματέας της Ιταλικής πρεσβείας κόμης Αλμπέρτο ντε Μπόιλ, ένας Ιταλός υπηρέτης και ένας Έλληνας ξεναγός ο Αλέξανδρος Ανεμογιάννης. Όλα κυλούσαν ομαλά, όταν στο ταξίδι της επιστροφής οι εκδρομείς, έπεσαν σε ενέδρα που τους είχε στήσει η εικοσιπενταμελής συμμορία των αδελφών Τάκου και Χρήστου Αρβανιτάκη κοντά στο Πικέρμι. 

Τα δύο αδέρφια ήσαν τότε φίρμες της Ελληνικής υπαίθρου και διατηρούσαν στενές σχέσεις με εκλεκτά μέλη της Ελληνικής κοινωνίας (κουμπαριές με τον τσιφλικά Νόιλ και τον υπουργό στρατιωτικών Σούτσο). Κατάγονταν από τα Άγραφα, ήσαν εφτά αδέρφια και οι πολλοί ήξεραν γι’ αυτούς ότι δεν ήσαν κακοποιά στοιχεία, αλλά περήφανοι και ευγενικοί. Οι συνοδοί χωροφύλακες εξουδετερώθηκαν εύκολα, οι δύο σκοτώθηκαν επί τόπου, οι άλλοι δύο τραυματίσθηκαν και η ομάδα των περιηγητών βρέθηκε στα χέρια των Αρβανιτάκηδων που Τέσσερις απ’ τους ληστές της σφαγής του Δήλεσι την οδήγησαν σε μια σπηλιά (λημέρι) της Πεντέλης, όπου υπήρχαν έξι γηραιότεροι λήσταρχοι αρχηγοί, μεταξύ των οποίων ο περιβόητος για την εποχή Σπανός.

Λίγο αργότερα οδήγησαν τις γυναίκες και τον Ιταλό υπηρέτη στο Χαρβάτι όπου και τις ελευθέρωσαν επιβιβάζοντας τες σε άμαξες που τις μετέφεραν στην Αθήνα. Ο Τάκος Αρβανιτάκης που ήταν ο αρχηγός της συμμορίας, διαμήνυσε στη κυβέρνηση του Θρασύβουλου Ζαΐμη τις απαιτήσεις της που ήταν λύτρα 25.000 λιρών και χορήγηση αμνηστίας. Κι ενώ η Αγγλική πρεσβεία δέχθηκε τους όρους των απαγωγέων, η κυβέρνηση ήταν αντίθετη. Ο Υπουργός στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος υποστήριξε ότι οποιαδήποτε υποχώρηση στις αξιώσεις των συμμοριτών θα αποτελούσε απαράδεκτο εξευτελισμό της χώρας. Επικαλέσθηκε συν τοις άλλοις και συνταγματικό κώλυμα για τη χορήγηση της αμνηστίας, για να λάβει ειρωνική απάντηση από αξιωματούχο του Φόρειν Οφις: «Δεν θα ηδυνάμην να παραδεχθώ ως ισχυρά την αντίρρησιν περί του αντισυνταγματικού της αμνηστίας. Το Ελληνικό Σύνταγμα έχει παραβιασθεί ούτω συχνά παρά της κυβερνήσεως, ώστε θα ηδυνάμην να δώσω προσοχήν εις πρόφασιν στηριζομένην επί τοιαύτης δικαιολογίας». Η καθυστέρηση της Κυβερνητικής απάντησης εξόργισε τους απαγωγείς και ο Λόρδος Μάνκαστερ, ένας από τους ομήρους, ζήτησε να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Αθήνα για να συγκεντρώσει το ποσό των λύτρων και να φροντίσει για τη χορήγηση αμνηστίας. 

Στις 5/4/1870 έβδομη μέρα της αιχμαλωσίας των ξένων, φθάνει στην Ελλάδα η μητέρα του νεώτερου των ομήρων Λαίδη Βίννερ και στέλνει στον Χρήστο Αρβανιτάκη ένα δαχτυλίδι με διαμάντια με τη παράκληση να προσέχει τον 19άχρονο γιό της. Ο Αρβανιτάκης ανταπόδωσε το δώρο στέλνοντας ένα μαχαίρι με πετράδια κι ένα κομπολόι, ορίζοντας και μια συνάντηση γνωριμίας, στην οποία όμως δεν πήγε ποτέ. Εν τω μεταξύ ο Λόρδος Μάνκαστερ δεν καταφέρνει να πείσει τη Κυβέρνηση η οποία παρέμενε ανυποχώρητη και μάλιστα ανέλαβε δράση στέλνοντας στρατιωτικό απόσπασμα για την ανακάλυψη και σύλληψη των απαγωγέων.

Οι Αρβανιτάκηδες που γνώριζαν πολύ καλά τα κατατόπια της Αττικής, διέφυγαν διαμέσου της Πεντέλης και της Πάρνηθας και κατέφυγαν στον Ωρωπό, όπου έκαναν κατάληψη σε ένα ολόκληρο χωριό. Από κει διαμήνυσαν στην κυβέρνηση ότι αν συνεχιζόταν η καταδίωξη θα αναγκάζονταν να σκοτώσουν τους αιχμαλώτους.

Ο Σούτσος που είχε το γενικό πρόσταγμα από κυβερνητικής πλευράς, το μόνο που συζητούσε τώρα ήταν η άνευ όρων απελευθέρωση των απαχθέντων και η ευνοϊκή μεταχείριση των απαγωγέων.

Παράλληλα στρατιωτικά αποσπάσματα προσπαθούσαν να εγκλωβίσουν τους συμμορίτες στην Αττική, για να μη διαφύγουν προς τα ελληνοτουρκικά σύνορα, που τότε βρίσκονταν λίγο πάνω απ’ τη Λαμία. Η Μεγάλη Πέμπτη της 9ης Απριλίου 1870 είναι η μέρα που θα παιχθεί το μεγάλο παιγνίδι, ανάμεσα στις ορατές και αόρατες σκιές της ιστορίας. Ώρα 8 το πρωί ένα πολεμικό καράβι αράζει στη σκάλα Ωρωπού και γυρίζει τα κανόνια προς τα κονάκια του Ωρωπού. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του απεσταλμένου από τον Σούτσο συνταγματάρχη Θεαγέννη και των Αρβανιτάκηδων έχουν αποτύχει.

Τα στρατιωτικά αποσπάσματα παίρνουν εντολή να κυκλώσουν τον Ωρωπό. Ένα ξεκινά από το Σχηματάρι, ένα άλλο έχει πάρει θέση στον Αη Γιώργη στο Μαρκόπουλο. Γύρω στις μια το μεσημέρι ο Τσακανίκας τον οποίο είχε στείλει ο Αρβανιτάκης να περιπολεί γύρω από το χωριό φτάνει λαχανιασμένος και τον ενημερώνει ότι τα αποσπάσματα επιχειρούν να τους κυκλώσουν. Η συμμορία εγκαταλείπει τον Ωρωπό και γύρω στις τρεις φτάνει στο Συκάμινο. Σταματούν να φάνε και να ξεκουραστούν, με προορισμό το Δήλεσι όπου τους περίμενε πλωτό μέσο διαφυγής.

Γράηγορα όμως αντιλαμβάνονται τα στρατιωτικά αποσπάσματα και στις 4.30 φεύγουν από το Συκάμινο άρον άρον, παίρνοντας μαζί τους και μερικούς χωρικούς επί πλέον ομήρους. Στο δρόμο όμως οι Συκαμιναίοι κατάφεραν να τους ξεφύγουν.

Ενώ πλησίαζαν στο Δήλεσι δέχθηκαν κανονιοβολισμούς από το πλοίο που βρισκόταν εκεί και αλλάζοντας πορεία προς το Σχηματάρι ήλθαν πρόσωπο με πρόσωπο με το στρατιωτικό απόσπασμα. Από τη μάχη που ακολούθησε, μόνο ο Τάκος Αρβανιτάκης κατόρθωσε να διαφύγει.

Είκοσι άντρες του σκοτώθηκαν επί τόπου, ανάμεσά τους και ο αδερφός του Χρήστος και εννέα συνελήφθησαν για να καταδικαστούν αργότερα σε θάνατο και να εκτελεσθούν.

Δυστυχώς όμως οι ληστές σκότωσαν τους ομήρους. Πρώτα εκτέλεσαν τον Χέμπερτ γύρω στις 5 το απόγευμα, μισή ώρα αργότερα τον Λόυντ, στις 6 τον Ντε Μπόυλ και τελευταίο τον στις 6.30 τον 19άχρονο Βίννερ. Από το κυβερνητικό απόσπασμα έχασαν τη ζωή τους δέκα άνδρες.

Το ρεζίλεμα της χώρας μας ήταν μεγάλο και το γόητρό της καταρρακώθηκε.

Ο Ευρωπαϊκός Τύπος έκανε λόγο για «χώρα ημιβαρβάρων», «φωλεά ληστών και πειρατών» και χαρακτήρισε την Ελλάδα «ντροπή για τον πολιτισμό» που «τίθενται εκτός κύκλου των πολιτισμένων κρατών». Κάποιοι Άγγλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ανέφεραν ότι «αι ληστείαι αποφασίζονται εν Αθήναις, ένθα και διανέμονται τα χρήματα», υπονοώντας σχέση των ληστών με την πολιτική εξουσία, ενώ κάποιοι άλλοι ζήτησαν στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα. Την κατάσταση έσωσε ο φιλέλληνας υπουργός εξωτερικών Γλάδστων και οι πρεσβευτές της Ρωσίας και των ΗΠΑ, που υποστήριξαν τις ενέργειες της Ελληνικής Κυβέρνησης. Τελικά η Ελλάδα υποχρεώθηκε να εκφράσει τη λύπη της στις κυβερνήσεις Αγγλίας και της Ιταλίας και να καταβάλει σε κάθε μια από τις οικογένειες των θυμάτων το ποσόν των 22.000 λιρών. Οι σκοτεινές ιστορίες βέβαια όπως πάντα έχουν πολλά φινάλε.

Την Παρασκευή 10 Απριλίου 1870 παραιτείται ο Υπουργός Στρατιωτικών Σούτσος.

Δύο μήνες μετά, τον Ιούνιο του 1870 κάτω απ’ την εσωτερική και εξωτερική πίεση, θα παραιτηθεί ολόκληρη η Κυβέρνηση του Ζαΐμη. Στις 25 Απριλίου εν τω μεταξύ είχε συλληφθεί και ο Τσιφλικάς Frank Noel του τσιφλικιού της Εύβοιας Αχμέτ Αγά, με παρέμβαση όμως του Βρετανού πρεσβευτή Erskin απαλλάσσεται με βούλευμα. Η τραγική αυτή ιστορία συνέβη λίγο μετά το Αρκάδι της Κρήτης, στρέφοντας την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη κατά των Ελλήνων, με αποτέλεσμα τη καθυστέρηση της λευτεριάς της Κρήτης τουλάχιστο κατά 30 χρόνια. Κλείνοντας το μικρό αυτό και συνοπτικό αφιέρωμα σε μια ιστορία που συγκλόνισε την τότε Ευρώπη, δεν μπορώ να αποφύγω κάποιες κακόβουλες σκέψεις, σχετικά με το πόσο τυχαία ή μη, έγιναν όλα τότε. Σε μια εποχή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία συρρικνωνόταν επικίνδυνα και ο φιλελληνισμός στην Ευρώπη ήταν στο ζενίθ, αφήνοντας ελπίδες για βοήθεια στους οραματιστές μιας μεγαλύτερης Ελλάδας, έρχονται «τυχαία» από τα Τούρκικα τότε εδάφη του Ολύμπου οι Αρβανιτάκηδες, κουμπάροι και πρωτοπαλίκαρα του υπουργού Στρατιωτικών Σούτσου ιδιοκτήτη 20.000 στρεμμάτων τότε στην Αττική, αλλά και του Frank Noel ιδιοκτήτη της μισής Εύβοιας, συναντούν «τυχαία» τους εκδρομείς και αρνούνται εντελώς «τυχαία» και πάλι τις εναλλακτικές προτάσεις του μεσολαβητή συνταγματάρχη Θεαγένη, που τους εξασφάλιζαν λευτεριά και πλούτη. Και βέβαια ο Τάκος Αρβανιτάκης ο οποίος διέφυγε, εντελώς τυχαία επέστρεψε στον Όλυμπο, όπου παντρεύτηκε και έκανε προκοπή και σκοτώθηκε από λάθος όταν μια Τουρκική περίπολος κυνηγούσε έναν Τούρκο τσοπάνο, δέκα χρόνια μετά. 

Γύρω από αυτή τη μαύρη σελίδα της ιστορίας μας, η αλήθεια είναι ενάμιση αιώνα μετά ανεξακρίβωτη και πολλά ερωτηματικά παραμένουν αναπάντητα. Για την ιστορία αναφέρω ότι οι συλληφθέντες ληστές δικάστηκαν στο παλιό Βαρβάκειο, καταδικάσθηκαν σε θάνατο και καρατομήθηκαν σε δημόσια θέα στο Σύνταγμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου