Μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού ονομάζεται η σύγκρουση ανάμεσα σε γερμανικά φύλα και το ρωμαϊκό στρατό, η οποία έλαβε χώρα μεταξύ 9-11 Σεπτεμβρίου του 9 μ.Χ. Επικεφαλής των πρώτων ήταν ο Αρμίνιος και των δεύτερων ο Πόπλιος Κουϊντίλιος Ουάρος.Έληξε με σαρωτική νίκη των Γερμανών και αποτέλεσε κομβικό σημείο στον αγώνα τους εναντίον του ρωμαϊκού επεκτατισμού.
Ο Τευτοβούργιος Δρυμός είναι μια μεγάλη ημιορεινή περιοχή που απλώνεται σε δύο κρατίδια της σημερινής Γερμανίας, την Κάτω Σαξωνία και τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Όμως το ακριβές σημείο της μάχης, το οποίο διασώζεται στις ρωμαϊκές πηγές απλά ως Τευτοβούργιο δάσος (saltus Teutoburgiensis), δεν έχει εξακριβωθεί. Στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε καταφέρει να επεκταθεί ανατολικά του ποταμού Ρήνου - όριο της Ρωμαϊκής Γαλατίας - μέχρι τον ποταμό Έλβα. Τα εδάφη αυτά ήταν οργανωμένα στη νεοσύστατη επαρχία της Μεγάλης Γερμανίας αλλά ο έλεγχός τους ήταν πολύ δύσκολος, αφού σημειώνονταν διαρκείς εξεγέρσεις των φυλών που τα κατοικούσαν.
Το 7 μ.Χ. τοποθετήθηκε έπαρχος της περιοχής ο Πόπλιος Κοϊντίλιος Βάρος, ο οποίος έφερε τη φήμη του πολύ σκληρού στρατιωτικού - τρία χρόνια νωρίτερα είχε απομακρυνθεί από την Ιουδαία, επειδή είχε καταστείλει μια εξέγερση σταυρώνοντας 2.000 άτομα. Την ίδια εποχή μετατέθηκε στην επαρχία και ο Αρμίνιος (ή Χέρμαν), πρίγκιπας μιας γερμανικής φυλής που μεγάλωσε στη Ρώμη, διακρίθηκε στο ρωμαϊκό στρατό και μάλιστα είχε ανέλθει στην τάξη των Ιππέων (χαμηλόβαθμοι πατρίκιοι). Από την πρώτη στιγμή της άφιξής του, ο Αρμίνιος προσπαθούσε κρυφά να συνενώσει τους ομοεθνείς του εναντίον της Αυτοκρατορίας.
Η μάχη
Το καλοκαίρι του 9 οι Ρωμαίοι είχαν μεταβεί στην κεντρική Γερμανία ανατολικά του ποταμού Βέζερ, με τρεις λεγεώνες υπό το Βάρο και βοηθητικές μονάδες ντόπιων υπό τον Αρμίνιο. Αφού ολοκλήρωσαν τις επιχειρήσεις και επέστρεφαν στο χειμερινό καταυλισμό τους μαζί με αποσκευές και οικογένειες στρατιωτών, ο Βάρος πληροφορήθηκε πως ο Αρμίνιος (που βρισκόταν μαζί του) συνομωτούσε με γερμανούς φυλάρχους εναντίον του. Επιθυμώντας να προλάβει οποιαδήποτε εξέγερση άμα τη γενέσει της, άλλαξε το δρομολόγιό του και κατευθύνθηκε προς τις επίφοβες περιοχές. Έτσι αναγκάσθηκε να περάσει από εδάφη που του ήταν τελείως άγνωστα, με αποτέλεσμα να πέσει στην παγίδα που είχε στήσει ο Αρμίνιος.
Καθώς οι Ρωμαίοι δυσκολεύονταν να διασχίσουν τα ελώδη δάση του Τευτοβούργιου Δρυμού, ο Αρμίνιος υποκρίθηκε ότι φεύγει για να φέρει βοήθεια. Αντί όμως βοήθειας, επέστρεψε με ένα στρατό από συνασπισμένες γερμανικές φυλές. Στη σύγκρουση που ακολούθησε, υπολογίζεται ότι συμμετείχαν περίπου 20.000 - 25.000 από τη μεριά των Ρωμαίων (3 λεγεώνες, 6 κοόρτεις από υποτελείς φυλές, 3 ίλες ιππικού) και 15.000 από τη μεριά του Αρμίνιου. Γνωρίζοντας εκ των έσω τις ρωμαϊκές στρατιωτικές τακτικές και την τοπογραφία του εδάφους, ο Αρμίνιος κατάφερε να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του με τέτοιο τρόπο ώστε να επιφέρει συντριπτικά πλήγματα στον αριθμητικά υπέρτερο και καλύτερα εκπαιδευμένο αντίπαλο. Επί τρεις ημέρες οι Ρωμαίοι έπεφταν θύματα αλλεπάλληλων ενεδρών και επιθέσεων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν σχεδόν όλοι, ενώ πολλοί άνδρες από τις βοηθητικές κοόρτεις αυτομολούσαν προς τους συμπατριώτες τους. Ο Βάρος αναγκάσθηκε προς το τέλος της μάχης να αυτοκτονήσει για να μην πιασθεί αιχμάλωτος, όπως και αρκετοί ακόμα αξιωματικοί. Ο Τάκιτος έγραψε ότι κάποιοι Ρωμαίοι δεν πέθαναν στη μάχη, αλλά θυσιάσθηκαν στα πλαίσια θρησκευτικών τελετών των νικητών ή κρατήθηκαν ως σκλάβοι - χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ επιχειρούσε στον Άνω Ρήνο το 50, ο διοικητής Λεύκιος Πομπόνιος βρήκε άνδρες του Βάρου υποδουλωμένους για σαράντα χρόνια.
Συνέπειες
Η ήττα στον Τευτοβούργιο Δρυμό είναι μία από τις χειρότερες στην ιστορία του ρωμαϊκού στρατού και οι κωδικοί αριθμοί των τριών λεγεώνων (XVII, XVIII, XIX) δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν ποτέ, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική των Ρωμαίων να αναδομούν τις ηττημένες λεγεώνες. Ο Σουητόνιος διασώζει ότι η είδηση της πανωλεθρίας συντάραξε το γέροντα αυτοκράτορα Οκταβιανό, σε βαθμό που χτύπαγε το κεφάλι του στους τοίχους του παλατιού και φώναζε «Βάρε, δώσε πίσω τις λεγεώνες μου». Μολονότι στα επόμενα επτά χρόνια οι Ρωμαίοι διεξήγαγαν δύο επιτυχημένες εκστρατείες υπό την ηγεσία του Γερμανικού, η επαρχία της Μεγάλης Γερμανίας διαλύθηκε και τα σχέδια για επέκταση ανατολικά του Ρήνου εγκαταλείφθηκαν.
Στη μεριά των νικητών, η νίκη δημιούργησε στον Αρμίνιο την προσδοκία ότι μπορούσε να συνενώσει όλες τις γερμανικές φυλές σε μια μόνιμη συμμαχία. Σημαντικό ήταν να πείσει τους πανίσχυρους Μαρκομάνους, λαό που κατοικούσε στην αριστερή όχθη του Άνω Δούναβη (κάπου στη σημερινή Βοημία) και έως τότε είχε τηρήσει ουδέτερη στάση. Έκοψε λοιπόν το κεφάλι του Βάρου και το έστειλε στον αρχηγό τους, αλλά αυτός αρνήθηκε να συμπράξει - μάλιστα σε μια κίνηση αβροφροσύνης έστειλε το κεφάλι στη Ρώμη για να ταφεί με τις πρέπουσες τιμές. Τελικά, αν και το όνειρο για συνένωση των Γερμανών δεν ευοδώθηκε, μακροπρόθεσμα η νίκη στο Τεύτομπουργκ είχε ευεργετικές συνέπειες: ακόμα κι όταν ο Γερμανικός προέλαυνε τα έτη 14-16, ο αυτοκράτορας Τιβέριος δεν τόλμησε να διατάξει επανενσωμάτωση της Γερμανίας στην Αυτοκρατορία. Επίσης τα λάφυρα -άψυχα και έμψυχα- ήταν τόσα πολλά που ώθησαν τους νικητές σε ανώτερο στάδιο ανάπτυξης.
pireasnews.gr
Ο Τευτοβούργιος Δρυμός είναι μια μεγάλη ημιορεινή περιοχή που απλώνεται σε δύο κρατίδια της σημερινής Γερμανίας, την Κάτω Σαξωνία και τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Όμως το ακριβές σημείο της μάχης, το οποίο διασώζεται στις ρωμαϊκές πηγές απλά ως Τευτοβούργιο δάσος (saltus Teutoburgiensis), δεν έχει εξακριβωθεί. Στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε καταφέρει να επεκταθεί ανατολικά του ποταμού Ρήνου - όριο της Ρωμαϊκής Γαλατίας - μέχρι τον ποταμό Έλβα. Τα εδάφη αυτά ήταν οργανωμένα στη νεοσύστατη επαρχία της Μεγάλης Γερμανίας αλλά ο έλεγχός τους ήταν πολύ δύσκολος, αφού σημειώνονταν διαρκείς εξεγέρσεις των φυλών που τα κατοικούσαν.
Το 7 μ.Χ. τοποθετήθηκε έπαρχος της περιοχής ο Πόπλιος Κοϊντίλιος Βάρος, ο οποίος έφερε τη φήμη του πολύ σκληρού στρατιωτικού - τρία χρόνια νωρίτερα είχε απομακρυνθεί από την Ιουδαία, επειδή είχε καταστείλει μια εξέγερση σταυρώνοντας 2.000 άτομα. Την ίδια εποχή μετατέθηκε στην επαρχία και ο Αρμίνιος (ή Χέρμαν), πρίγκιπας μιας γερμανικής φυλής που μεγάλωσε στη Ρώμη, διακρίθηκε στο ρωμαϊκό στρατό και μάλιστα είχε ανέλθει στην τάξη των Ιππέων (χαμηλόβαθμοι πατρίκιοι). Από την πρώτη στιγμή της άφιξής του, ο Αρμίνιος προσπαθούσε κρυφά να συνενώσει τους ομοεθνείς του εναντίον της Αυτοκρατορίας.
Η μάχη
Το καλοκαίρι του 9 οι Ρωμαίοι είχαν μεταβεί στην κεντρική Γερμανία ανατολικά του ποταμού Βέζερ, με τρεις λεγεώνες υπό το Βάρο και βοηθητικές μονάδες ντόπιων υπό τον Αρμίνιο. Αφού ολοκλήρωσαν τις επιχειρήσεις και επέστρεφαν στο χειμερινό καταυλισμό τους μαζί με αποσκευές και οικογένειες στρατιωτών, ο Βάρος πληροφορήθηκε πως ο Αρμίνιος (που βρισκόταν μαζί του) συνομωτούσε με γερμανούς φυλάρχους εναντίον του. Επιθυμώντας να προλάβει οποιαδήποτε εξέγερση άμα τη γενέσει της, άλλαξε το δρομολόγιό του και κατευθύνθηκε προς τις επίφοβες περιοχές. Έτσι αναγκάσθηκε να περάσει από εδάφη που του ήταν τελείως άγνωστα, με αποτέλεσμα να πέσει στην παγίδα που είχε στήσει ο Αρμίνιος.
Καθώς οι Ρωμαίοι δυσκολεύονταν να διασχίσουν τα ελώδη δάση του Τευτοβούργιου Δρυμού, ο Αρμίνιος υποκρίθηκε ότι φεύγει για να φέρει βοήθεια. Αντί όμως βοήθειας, επέστρεψε με ένα στρατό από συνασπισμένες γερμανικές φυλές. Στη σύγκρουση που ακολούθησε, υπολογίζεται ότι συμμετείχαν περίπου 20.000 - 25.000 από τη μεριά των Ρωμαίων (3 λεγεώνες, 6 κοόρτεις από υποτελείς φυλές, 3 ίλες ιππικού) και 15.000 από τη μεριά του Αρμίνιου. Γνωρίζοντας εκ των έσω τις ρωμαϊκές στρατιωτικές τακτικές και την τοπογραφία του εδάφους, ο Αρμίνιος κατάφερε να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του με τέτοιο τρόπο ώστε να επιφέρει συντριπτικά πλήγματα στον αριθμητικά υπέρτερο και καλύτερα εκπαιδευμένο αντίπαλο. Επί τρεις ημέρες οι Ρωμαίοι έπεφταν θύματα αλλεπάλληλων ενεδρών και επιθέσεων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν σχεδόν όλοι, ενώ πολλοί άνδρες από τις βοηθητικές κοόρτεις αυτομολούσαν προς τους συμπατριώτες τους. Ο Βάρος αναγκάσθηκε προς το τέλος της μάχης να αυτοκτονήσει για να μην πιασθεί αιχμάλωτος, όπως και αρκετοί ακόμα αξιωματικοί. Ο Τάκιτος έγραψε ότι κάποιοι Ρωμαίοι δεν πέθαναν στη μάχη, αλλά θυσιάσθηκαν στα πλαίσια θρησκευτικών τελετών των νικητών ή κρατήθηκαν ως σκλάβοι - χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ επιχειρούσε στον Άνω Ρήνο το 50, ο διοικητής Λεύκιος Πομπόνιος βρήκε άνδρες του Βάρου υποδουλωμένους για σαράντα χρόνια.
Συνέπειες
Η ήττα στον Τευτοβούργιο Δρυμό είναι μία από τις χειρότερες στην ιστορία του ρωμαϊκού στρατού και οι κωδικοί αριθμοί των τριών λεγεώνων (XVII, XVIII, XIX) δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν ποτέ, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική των Ρωμαίων να αναδομούν τις ηττημένες λεγεώνες. Ο Σουητόνιος διασώζει ότι η είδηση της πανωλεθρίας συντάραξε το γέροντα αυτοκράτορα Οκταβιανό, σε βαθμό που χτύπαγε το κεφάλι του στους τοίχους του παλατιού και φώναζε «Βάρε, δώσε πίσω τις λεγεώνες μου». Μολονότι στα επόμενα επτά χρόνια οι Ρωμαίοι διεξήγαγαν δύο επιτυχημένες εκστρατείες υπό την ηγεσία του Γερμανικού, η επαρχία της Μεγάλης Γερμανίας διαλύθηκε και τα σχέδια για επέκταση ανατολικά του Ρήνου εγκαταλείφθηκαν.
Στη μεριά των νικητών, η νίκη δημιούργησε στον Αρμίνιο την προσδοκία ότι μπορούσε να συνενώσει όλες τις γερμανικές φυλές σε μια μόνιμη συμμαχία. Σημαντικό ήταν να πείσει τους πανίσχυρους Μαρκομάνους, λαό που κατοικούσε στην αριστερή όχθη του Άνω Δούναβη (κάπου στη σημερινή Βοημία) και έως τότε είχε τηρήσει ουδέτερη στάση. Έκοψε λοιπόν το κεφάλι του Βάρου και το έστειλε στον αρχηγό τους, αλλά αυτός αρνήθηκε να συμπράξει - μάλιστα σε μια κίνηση αβροφροσύνης έστειλε το κεφάλι στη Ρώμη για να ταφεί με τις πρέπουσες τιμές. Τελικά, αν και το όνειρο για συνένωση των Γερμανών δεν ευοδώθηκε, μακροπρόθεσμα η νίκη στο Τεύτομπουργκ είχε ευεργετικές συνέπειες: ακόμα κι όταν ο Γερμανικός προέλαυνε τα έτη 14-16, ο αυτοκράτορας Τιβέριος δεν τόλμησε να διατάξει επανενσωμάτωση της Γερμανίας στην Αυτοκρατορία. Επίσης τα λάφυρα -άψυχα και έμψυχα- ήταν τόσα πολλά που ώθησαν τους νικητές σε ανώτερο στάδιο ανάπτυξης.
pireasnews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου