Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Χριστούγεννα καρδιάς


Της συνεργάτιδός μας:
Αγγελικής Ρουμελιώτου
Κοινωνικής Λειτουργού


Τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή αλλιώτικη, μια γιορτή ανταμώματος, μια γιορτή παρέας. Μάς θέλουν όλους εκεί …να μιλάμε , να ανταμώνουμε , να τα λέμε με τους φίλους μας , με τους δικούς μας ανθρώπους . Μάς θέλουν να δείχνουμε την αγάπη μας …ΝΑ ΤΗ ΔΕΙΧΝΟΥΜΕ , γιατί τις περισσότερες φορές τη θεωρούμε αυτονόητη και διστάζουμε , αποφεύγουμε ή ξεχνάμε να τη δείξουμε.Όμως, τα Χριστούγεννα για μερικούς ανθρώπους είναι αλλιώς… Είναι πιο δύσκολα, πιο μοναχικά είτε γιατί κάποιοι δε τους θυμήθηκαν είτε γιατί διάλεξαν οι ίδιοι άθελα τους να ΄ναι μόνοι και το συνήθισαν … αλλοίμονο το συνήθισαν. Αυτοί οι άνθρωποι , οι άνθρωποι που ζουν στη σκιά των γιορτών, αν και μπορεί να είναι άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας , περιμένουν. Δεν ξέρω τι, δεν ξέρουν και οι ίδιοι τι περιμένουν…Φέρνουν το νέο χρόνο λίγες ώρες νωρίτερα, τρώνε σε τραπέζι για έναν , μιλούν στον καθρέφτη για να ευχηθούν , δεν παίρνουν δώρα , δε δίνουν δώρα. Ξέρω… σάς μελαγχολώ… σας το έχω ξαναπεί όμως ότι με το να μη μιλάμε για κάτι, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει… αντίθετα όταν μιλάμε όλα αλλάζουν… Σ΄ αυτούς τους ανθρώπους, τους φίλους της μοναξιάς, θα αφιερώσω αυτό το κείμενο… επιτρέψτε μου … να κάνω ένα δώρο ψυχής… Μια ΜΟΝΑΞΙΑ … με τόσα πρόσωπα
Τι κι αν γύρω σου χορεύουν σα να 'ταν Άνοιξη ; Τι κι αν σε παρηγόρησαν μέσα σε πλήθος παραμυθίες ότι δε θα ΄σουν μόνος σε τούτο το στενό δρομάκι; Άλλωστε μόνο ένας χώραγε να περάσει … Το ΄ξερες και έκλεινες τα μάτια μεθυσμένος , αλύπητα αδιάφορος , αδιάφορα αλύπητος . Τι κι αν τα μάτια σου γέμισαν σα λίμνες , οι λίμνες δε περιμένουν κανένα πλοίο να ΄ρθει… Τι κι αν τα χείλη σου θεατρινίστηκαν το άλλο, τα ανείπωτο … τα ανείπωτα δε λέγονται…Τι κι αν ο πόνος σου ανέβηκε στο λαιμό σα λυγμός, σαν αναστεναγμός … οι αναστεναγμοί δεν ακούγονται … Τι κι αν η μιλιά απλώνεται , αφήνεται και χαμογελά ανίδεη για το τι της ετοιμάζει η ψυχή; Τι κι αν τα χέρια ψηλαφούν για να βρουν αυτό το δήθεν που γυρεύουν ; Τι κι αν τα πόδια περπατούν για να κρυφτούν , όσο προλαβαίνουν ακόμη; Η ματιά όμως θα σε προδώσει , θα σε εκθέσει, θα σε στήσει απέναντι και θα σε καθηλώσει.Τι κι αν η ανάσα κόπηκε σε ένα διάβα χωρίς προορισμό… χωρίς προορισμό δεν υπάρχει τίποτε…
Ξέρω σου ΄πανε και σένα ότι το ταξίδι είχε σημασία και όχι ο προορισμός… ψέματα σου πάνε για να το ξεκινήσεις.Και σα το ξεκίνησες και το περπάταγες με πόδια, με μάτια, με ψυχή ή χωρίς ψυχή τόσο σε καλούσε να ορίσεις προορισμό, να κοιτάξεις το «που»…Κοντοστάθηκες …αναρωτήθηκες … Μα σα το κοιτάξω και τρομάξω; Σα το κοιτάξω και φοβηθώ; Και λυγίσω;
Σα το κοιτάξω και δε το θελήσω;Σα το κοιτάξω και το νοιώσω ξένο προς τα εμέ?
ΤΟΤΕ είναι που την ανταμώνεις για πρώτη φορά στη ζωή σου. Νομίζεις για πρώτη… μα ήταν πάντα μαζί σου- εκεί δίπλα σου… παραμονεύοντας την ευκαιρία να σε ρουφήξει να σε πλανέψει, γελώντας σε με δέκα πρόσωπα … Τότε είναι που σου λέει το όνομα της που στην αρχή το ψιθυρίζει κι ύστερα τίποτε δε τη κρατά- τίποτε- να στο φωνάξει… ΜΟΝΑΞΙΑ
Τότε είναι που σου δείχνει το αληθινό πρόσωπο της, ένα πρόσωπο γεμάτο χαρές και λύπησες. Ένα πρόσωπο σκιάς που χρειάζεται να το ΄χεις ζήσει, για να το μαντέψεις.Τότε είναι που σου δείχνει τα μάτια της , μάτια θολά για να σε μπερδεύουν και μάτια καθάρια συνάμα για να προδώσουν το τι συμβαίνει , για να προδώσουν το σφράγισμα της πόρτας μπροστά στο νοιάξιμο του άλλου.Μα η Μοναξιά … γυναίκα όπως ορίστηκε απ΄ την αρχή της , ξέρεις να μεταμορφώνεται με τόσα φκιασίδια, ξέρει καλά να αλλάζει χίλια πρόσωπα και να σε πλανεύει, σα να ΄ταν συντροφιά. Ξέρει να γίνεται δουλειά, πολλή δουλειά, εργασιομανία όπως την είπαν περιπαιχτικά για να γλυκάνουν την χροιά. Και τότε βλέπεις εργασιακά και επαγγελματικά θάματα ,που είναι όλη η ένταση ενός διοχετευμένου συναισθήματος, αθέατου για τους πολλούς , ίσως αθέατου για όλους.Ξέρει να γίνεται ψευδαίσθηση … σα να μη συμβαίνει τίποτε … να θάβεται , να μη μιλιέται, να ξεχνά …μέχρι να έλθει η ώρα να ξυπνήσει … -αλλοίμονο- πιο άγρια από ποτέ γιατί τόσο καιρό μαζεύει , έπνιγε τον ατμό σε ένα προσωπικό ξεγέλασμα, μέχρι η ώρα να μην αντέξει και να εκραγεί.Ξέρει να γίνεται ηλεκτρονική μοναξιά, ηλεκτρονική παγίδα σα το σαλόνι που μας φιλοξενεί και λέγεται διαδίκτυο, που σου χαρίζει χιλιάδες φίλους και κανένα συνάμα. Σε κάνει να επενδύεις, να μοιράζεσαι, να ανοίγεσαι, να χαίρεσαι, να λυπάσαι , να τραγουδάς , να σιωπάς , να κοιτάς τις ζωές των άλλων, να κοιτάς όσα σε αφήνουν οι άλλοι να δεις και να τα ερμηνεύεις όπως εσύ νομίζεις . Σκέψου πόσο πλανεύεσαι με το να νομίζεις ότι διαβάζεις τους άλλους, ενώ ουσιαστικά διαβάζεις μόνο εσένα, γιατί μόνος σου είσαι σε τούτο δα το καθρέφτισμα .
Η μοναξιά γίνεται και άρνηση , γνωστός μηχανισμός άμυνας σε όλους μας-. Δε τη γνωρίζουμε , δε τη βλέπουμε … τουλάχιστον αυτό νομίζουμε μέχρι να βγάλουμε τα χέρια μας από τα ματιά μας που μας έκρυβαν την αλήθεια.Η μοναξιά ξέρει να γίνεται και γέλιο, αυτοσαρκασμός, σάτιρα για να αντέξει τη παρουσία της.Και καμία φορά ξέρει να γίνεται και κλάμα , πόνος, αλήθεια . Βέβαια, αυτό είναι το πιο δύσκολο γιατί πάει παρέα με τις αλήθειες, με τις αποκαλύψεις και το χειρότερο με την αυτοαποκάλυψη. Οδυνηρό να προδίδεις την αλήθεια του εαυτού σου, στον ίδιο σου τον εαυτό . Οδυνηρό να πρέπει να αποχωριστείς τη μασκαράτα, που χρόνια τώρα σε προφύλασσε από σένα . Οδυνηρό να πρέπει να ΣΕ γνωρίσεις.
Μοιάζει σα να περπατάς στη βροχή με μια τεράστια ομπρέλα γύρω σου ανοιγμένη, που σε προστατεύει , σε κρύβει , σε αποκόπτει από τη βροχή -που άλλοτε μουσκεύει και άλλοτε λυτρώνει… τι μεγάλη αλήθεια η λύτρωση. Τι μεγάλη συνήθεια η αποφυγή της. Κι όταν αντέξεις να κλείσεις την ομπρέλα και να αφεθείς στη βροχή, τότε νοιώθεις να διαπερνά το κορμί σου και να σε καλεί να αναθεωρήσεις όσα νόμιζες σωστά βαλμένα. Νόμιζες…
Και τούτο γιατί η μοναξιά δε θέλει ούτε να μιλά , ούτε να μοιράζεται… δε θέλει φίλους, δε θέλει παρέες, δε θέλει παρηγοριές, δε θέλει κανέναν. Και την ίδια ώρα, τους έχει ανάγκη όλους για να βγει από το τέλμα της και να προχωρήσει.Τότε είναι που χρειάζεσαι φίλους, ανθρώπους να σε καταλαβαίνουν , να σου μιλούν , να σε στηρίξουν. Τότε είναι που χρειάζεσαι αυτό το ξύπνημα , αυτό το χτύπημα της πόρτας, αυτό το σπρώξιμο από το κλείσιμο σου, έξω στη ζωή. Άλλοτε γίνεται , άλλοτε όχι… σίγουρα όμως γίνεται πιο εύκολα, όταν έχεις κάποιον να σε φροντίσει. Σίγουρα γίνεται πιο εύκολο, όταν έχεις κάποιον να σκύψει δίπλα σου και να αφουγκραστεί όσα λες και όσα δε λες… Σίγουρα γίνεται, όταν έχεις κάποιον να σε κάνει να θες να ζήσεις διαφορετικά.Σίγουρα γίνεται πιο εύκολο, αν αυτές οι μέρες οι άγιες, σου στείλουν κάποιον να κοιτάξει μέσα σου, τόσο μέσα σου που να συναντήσει τη μοναξιά σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου