μετάφραση: Κώστας Σπαθαράκης
Η νεωτερικότητα μπορεί να εκτόπισε τον θάνατο, φέρνει όμως συνεχώς στην επιφάνεια εικόνες νεκρών. Γιατί ακόμη και οι ανεπτυγμένοι πολιτισμοί εμφανίζουν αυτή την παρόρμηση, να επιδεικνύουν τις εικόνες των σκοτωμένων εχθρών τους — και γιατί ο νεκρός πρέπει να εξαφανιστεί μετά τη φωτογράφηση;
Το πρόσωπο του θανάτου
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν έχει διατυπώσει μια θέση για την πρώιμη νεωτερικότητα η οποία αποδεικνύεται εξαιρετικά ακριβής: ο ασυνείδητος κεντρικός στόχος της αστικής κοινωνίας υπήρξε να δώσει στον νεωτερικό άνθρωπο τη δυνατότητα να αποστρέψει το βλέμμα από τον θάνατο. «Σήμερα», γράφει ο Μπένγιαμιν, στις παρατηρήσεις του για το έργο του Νικολάι Λεσκώφ, «οι αστοί ζουν σε χώρους που έχουν αποκαθαρθεί από τον θάνατο, άστεγοι της αιωνιότητας και, όταν πλησιάσει το τέλος τους, οι κληρονόμοι τους τούς στοιβάζουν στα σανατόρια και τα νοσοκομεία».
Ο θάνατος υπήρξε όμως πάντοτε ένα γεγονός δημόσιο («Σκέφτεται κανείς τις μεσαιωνικές εικόνες, όπου το νεκροκρέβατο έχει μεταμορφωθεί σε θρόνο, προς τον οποίο συνωθείται πλήθος ανθρώπων από τις ορθάνοιχτες πόρτες της οικίας του νεκρού»). Στην πορεία της νεωτερικότητας, ο θάνατος απωθείται ολοένα και πιο έξω, ακόμη και έξω από τις προσλαμβάνουσες των ζωντανών.
Αν λοιπόν η παραπάνω θέση είναι σωστή, πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί η ύστερη νεωτερικότητα, με τους «αστέγους της αιωνιότητας», απωθεί μεν το γεγονός του θανάτου, αλλά κυκλοφορεί διαρκώς τις εικόνες των νεκρών. Και μάλιστα ζητά επίμονα τις εικόνες συγκεκριμένων νεκρών. Γιατί λοιπόν στα πρακτορεία ειδήσεων η είδηση ότι ο Οσάμα μπιν Λάντεν σκοτώθηκε από τις ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ πρέπει να συνοδεύεται από την εικόνα ενός γενειοφόρου, παραμορφωμένου πτώματος;
Δεν είναι καινούργια η διαπίστωση ότι ακόμη και οι ανεπτυγμένοι πολιτισμοί του παρόντος συντηρούν μια αρχαϊκή κληρονομιά: την έκθεση, κάποτε σκηνοθετημένη ως θρίαμβο, των πτωμάτων των θανάσιμων εχθρών. Ας θυμηθούμε τα πτώματα του Μπενίτο Μουσσολίνι και της Κλάρα Πετάτσι, κρεμασμένα ανάποδα σε μια πλατεία του Μιλάνου, τον Μάιο του 1945.
Υπάρχουν τα φωτογραφικά ντοκουμέντα των πτωμάτων όσων καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό στη Δίκη της Νυρεμβέργης το 1946, όπως επίσης και του πτώματος του Χέρμαν Γκαίρινγκ, που αυτοκτόνησε πριν εκτελεστεί. Ας σκεφτούμε επίσης την έκθεση της σορού του Τσε Γκεβάρα το 1967, που σκηνοθετήθηκε σαν σκηνή κυνηγιού, με τον νεκρό περικυκλωμένο από πολυάριθμους ένοπλους διώκτες του. Υπάρχει ακόμη ένα βίντεο με τον τουφεκισμό του Νικολάι Τσαουσέσκου και της γυναίκας του Έλενας, και άλλες εικόνες από το 1989. Υπάρχουν φωτογραφίες του 1998 με τη σορό του Πολ Ποτ, όπως και το διάτρητο από σφαίρες πτώμα του αρχηγού της αγκολέζικης Unita, Γιόνας Σαβίμπι, από το 2002. Και βέβαια υπάρχουν ακόμα στη μνήμη μας οι εικόνες από την εκτέλεση του Σαντάμ Χουσεΐν τον Δεκέμβριο του 2006.
Τι ρόλο παίζουν αυτές οι εικόνες στην υγεία του πνεύματος και του συλλογικού ψυχισμού των ανεπτυγμένων πολιτισμών; Γιατί πρέπει –και πρέπει!– να επιδεικνύουμε τον θάνατο και τους νεκρούς όταν τα πτώματα ανήκουν στους εχθρούς του πολιτισμού, της δημοκρατίας, της δικής μας κουλτούρας; Και γιατί έπειτα δεν παραχωρείται ποτέ ένας τάφος γι’ αυτά τα πτώματα;
Γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει: απ’ τη μια θέλουμε να επιδεικνύουμε και να βλέπουμε τα πτώματα των εχθρών. Αλλά δεν θέλουμε να τους δώσουμε έναν τόπο όπου θα αναπαύονται στο εξής. Μετά τη φωτογράφηση ο νεκρός πρέπει να εξαφανιστεί χωρίς ίχνη. Και μάλιστα όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Επίδειξη σκηνοθετημένη σαν θρίαμβος
Είναι ενδεικτικό ότι η σορός του Μπιν Λάντεν ρίχτηκε στη θάλασσα λίγες μόνο ώρες μετά την εκτέλεσή του, υποτίθεται «σύμφωνα με τις ισλαμικές πρακτικές και την ισλαμική παράδοση», όπως δήλωσε ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Έτσι κι αλλιώς τηρήθηκε μόνο ο ισλαμικός κανόνας να κηδεύεται ο νεκρός στις πρώτες 24 ώρες μετά τον θάνατό του. Οι υπηρεσίες των ΗΠΑ παρέβλεψαν βέβαια ότι σύμφωνα με το ισλαμικό τελετουργικό ο νεκρός δεν πρέπει να ριχτεί στη θάλασσα — και άρα να χαθεί για πάντα.
Οι νεκρώσιμες τελετουργίες των τριών μεγάλων θρησκειών, του χριστιανισμού, του ιουδαϊσμού και του Ισλάμ, υπαγορεύουν την ταφή του νεκρού στη γη. Γιατί η συνείδηση ότι οι νεκροί παραμένουν κάτω από τα πόδια μας είναι συνδεδεμένη με την ιδέα ότι η ταυτότητα και η ψυχή διατηρούν μέσα στον τάφο έναν αμετακίνητο και μόνιμο τόπο. Έναν τόπο που οι συγγενείς τον γνωρίζουν και μπορούν να τον επισκέπτονται, έναν τόπο όπου συνδέονται μεταξύ τους μέσω της λατρευτικής πρακτικής ο θάνατος, η ζωή και η ελπίδα της αιώνιας ζωής. Γιατί ο τάφος συμβολίζει μέσα από τη ζωή, τον θάνατο και τη γη όπου βρίσκεται ότι το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον βρίσκουν την υποδειγματική τους έκφραση. Από εκεί αντλούσαν ανέκαθεν ελπίδα οι πιστοί όλων των θρησκειών.
Όσο παράδοξο και αν φαίνεται, οι τάφοι σημαίνουν τη συνέχεια της ζωής. Και ακριβώς αυτή την αλυσίδα του χρόνου και της ελπίδας θέλει να σπάσει η απόκρυψη της τοποθεσίας της ταφής των υποτιθέμενων τρομοκρατών και δικτατόρων. Γι’ αυτό, για να αποφευχθεί η δημιουργία μιας λατρευτικής εικόνας, μαρτυρικής και μυθικής, πρέπει να αποτραπεί η δημιουργία ενός τόπου προσκυνήματος.
Το ότι επιδεικνύονται τώρα οι εικόνες των νεκρών και ότι τα πτώματα δεν εξαφανίζονται αμέσως οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανάγκη της απόδειξης. Η είδηση του θανάτου ενός εχθρού περνά, χωρίς τις σχετικές εικόνες, στην περιοχή εκείνων των νέων που ο Μπένγιαμιν στο περίφημο δοκίμιό του ονομάζει πληροφορίες. Σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν «η πληροφορία έχει αξία μόνο τη στιγμή που είναι ακόμη καινούργια. Ζει μόνο εκείνη τη στιγμή, πρέπει να παραδοθεί σε αυτήν ολοκληρωτικά και, χωρίς να χάσει χρόνο, να της αποκαλυφθεί πλήρως».
Αντίθετα, οι εικόνες που λειτουργούν ως αποδείξεις τεκμηριώνουν ότι η πληροφορία δεν ήταν απλώς προπαγάνδα. Πως είναι πραγματικά ορατό αυτό που αλλιώς θα μπορούσε να συκοφαντηθεί ως ένας απλός ισχυρισμός. Γι’ αυτό άλλωστε οι εικόνες μπορούν να λειτουργήσουν και ως στοιχεία αντιπροπαγάνδας.
Πανίσχυρη γοητεία
Η εικονοποίηση των νεκρών λειτουργεί στους διαφωτισμένους πολιτισμούς και ως αποτροπή ενάντια σε κάθε πιθανό φάντασμα και πνευματική ύπαρξη, ενάντια στην πίστη στην επιστροφή των νεκρών, και την αμφιβολία για το ανέκκλητο του θανάτου. «Thou’lt come no more. Never, never, never, never, never!» [Να μην ξανάρθεις πια. Ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ!], γράφει ο Σαίξπηρ στον Βασιλιά Ληρ.
Ωστόσο οι εικόνες των νεκρών έχουν ρόλο και σε ένα άλλο πλαίσιο. Είναι εργαλεία σε αυτό που ονομάζουμε «πόλεμο πληροφοριών», ένα πόλεμο που δεν αφορά τη γλώσσα αλλά την ισχύ και την αντι-ισχύ των εικόνων.
Ένα από τα φοβερότερα και βιαιότερα γεγονότα της χιλιετίας μας υπήρξε η τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους του World Trade Center της Νέας Υόρκης στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. Η μνήμη δεν έχει διατηρήσει από την επίθεση τον λάιβ σχολιασμό ούτε τις κατοπινές αναλύσεις και τα σχόλια, αλλά μονάχα την καθαρή βία των εικόνων της στιγμής εκείνης: τα αεροπλάνα που έπεφταν πάνω στα κτήρια, οι εκρήξεις, οι πύργοι που κατέρρεαν. Γιατί η αντίληψη μας για την πραγματικότητα –την πραγματικότητα των ΜΜΕ, της πολιτικής, του πολέμου αλλά και των επιστημών– έχει υποστεί τις τελευταίες δεκαετίες μια θεαματική αλλαγή.
Αν οι εικόνες ήταν παλαιότερα ένα φαινόμενο που συνόδευε την πραγματικότητα, απεικονίσεις ενός πράγματος που μπορούσε να συλληφθεί μέσω της γλώσσας και που ήταν καταρχήν πραγματικό εντός της γλώσσας, ως πολιτική, πόλεμος, μέσο επικοινωνίας ή επιστήμη, σήμερα το γνωστικό βάρος της δικής μας αντίληψης για την πραγματικότητα έχει μετατοπιστεί προς την υποτιθέμενη αυθεντικότητα της εικόνας. Ζούμε κατά βάση σε μια εικονογραφική, και όχι πια διανοητική εποχή.
«Έτσι», γράφει ο ιστορικός τέχνης Χορστ Μπρέντεκαμπ στο βιβλίο του Theorie des Bildakts, «οξύνεται μια παλιά σύγκρουση γύρω από το στάτους της εικόνας. Η σύγκρουση αυτή προκύπτει από την αντίφαση ανάμεσα στην παραδοχή ότι η γνώση δεν μπορεί να θεμελιωθεί αν δεν υπερβεί το πεδίο του αισθητού και του ορατού, και την πεποίθηση ότι η εικόνα δεν διαμορφώνει απλώς τη σκέψη αλλά παράγει και το συναίσθημα και την πράξη».
Μια σχάση που δεν αναιρείται βέβαια με κανέναν τρόπο από το γεγονός ότι η διαφωτισμένη αυτοσυνείδηση «γνωρίζει» ανά πάσα στιγμή πως η εικόνα μπορεί να παραποιηθεί και ακόμη και να κατασκευαστεί, με την εκ των υστέρων επεξεργασία, το μοντάζ, τη σκηνοθεσία, ή και ψηφιακά στον υπολογιστή.
Η εικόνα έχει μια πανίσχυρη γοητεία και δύναμη υποδήλωσης, την οποία αποζητούν οι ανεπτυγμένες κουλτούρες· γι’ αυτό είτε μειώνουν τη σημασία της, για να απαλλαγούν από τη δύναμή της, είτε τη δαιμονοποιούν απόλυτα, αφού ο άνθρωπος εμπιστεύεται στην εικόνα τα πάντα και συγχρόνως τίποτα.
Έτσι, η εικόνα του φρικτά παραμορφωμένου ανδρικού πτώματος, που υποτίθεται ότι απεικονίζει τον νεκρό Μπιν Λάντεν και έκανε τον γύρο του κόσμου μετά την είδηση του θανάτου του, βρίσκεται στην αιχμή του δόρατος πολλών αφηγήσεων:
Είναι αναπόσπαστο τμήμα της εικονογραφίας της 11ης Σεπτεμβρίου, η οποία αποκτά έτσι την τελευταία και τελική της εικόνα. Ο νεκρός δημιουργός του γεγονότος, η υποτιθέμενη βεβαιότητα του θανάτου του, τερματίζει πλέον σε συμβολικό επίπεδο την τρομοκρατική επίθεση στη Νέα Υόρκη.
Γιατί αυτή η «επιθυμία για την εικόνα των νεκρών» έχει, σύμφωνα με τον ιστορικό τέχνης Χανς Μπέλτινγκ, μια ανταποδοτική λειτουργία: «Στην πραγματικότητα, αντικαθιστούμε τις εικόνες που δεν αντέχουμε με άλλες εικόνες που μπορούμε να υποφέρουμε. Αντικρίζουμε διαρκώς νεκρούς για να μην πρέπει να φοβόμαστε “μέχρι θανάτου” τον θάνατο».
Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι ο νεκρός της φωτογραφίας δεν ήταν ο νεκρός Μπιν Λάντεν αποδεικνύει ότι δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τις εικόνες και το περιεχόμενό τους. Και τελικά, η ανακοίνωση ότι η CIA έχει παρ’ όλα αυτά στην κατοχή της φωτογραφίες του νεκρού Μπιν Λάντεν δεν αποδεικνύει τίποτα· δείχνει μόνο πως δεν την πιστεύουμε απόλυτα — μέχρι να δούμε τις εικόνες.
Ο Bernd Graff είναι δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης της «Süddeutsche Zeitung». Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη Süddeutsche Zeitung, 2.5.2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου