Μετά τον πόλεμο, μετά τον εμφύλιο, εδώ στην Ελλάδα ο κόσμος είδε παρά πολλά πτώματα και συντηρητικοποιήθηκε, φοβήθηκε. Μεγαλώναμε μέσα σε σπίτια φοβισμένων ανθρώπων. «Τι ώρα θα γυρίσεις;», «Ποιους βλέπεις;». Αυτό όμως ήταν τρομερά καταπιεστικό για εμάς που τότε ήμασταν παιδιά: «Τι ώρα είναι αυτή που γύρισες;», «Ποιοι είναι οι φίλοι σου;», «Τα μαλλιά γιατί τα έχεις έτσι;». Αισθανόσουν μεν μία θαλπωρή, γιατί υπήρχε ακόμα η γειτονιά, η ενορία, η εκκλησία, το σπίτι, το σόι, οι θείοι, και ταυτόχρονα αισθανόσουν μία τεράστια ανάγκη εξόδου από αυτά τα πράγματα. Να σηκωθείς να φύγεις. Όταν ήμασταν 19 και 20 χρόνων προτιμούσαμε να βγούμε έξω στον δρόμο να ζητιανεύουμε, να βρούμε μία δουλειά -ό,τι δουλειά να είναι- παρά να κάτσουμε με τη μάνα μας. Μου κάνει εντύπωση που τώρα συμβαίνει το αντίθετο, δεν φεύγουν από το σπίτι τους και είναι και 30 χρόνων παιδιά. Αυτό που εγώ το έκανα δίσκο, «Το φορτηγό», δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο τότε, το παιδί που φεύγει, κάνει οτοστόπ για να φτάσει στη μεγάλη πόλη. Ούτε είχα κανέναν συγκεκριμένο στόχο, τι θα κάνω φεύγοντας. Ήθελα να φύγω από το σπίτι μου, να αλητέψω, αυτή είναι η αλήθεια.
Το ροκ του μέλλοντός μας
Για μένα αυτή η μουσική, οι Animals ας πούμε, την οποία άκουγα το '63, περιείχε μία λύσσα την οποία καταλάβαινα παρά πολύ καλά. Χωρίς να το συνειδητοποιώ, ήθελα να συνδυάσω το ελληνικό και το ξένο. Όχι ότι δεν μου άρεσε ο Θεοδωράκης ή ο Χατζιδάκις. Μου άρεσαν και με επηρέασαν παρά πολύ, αλλά ένιωθα πολύ έντονα την ανάγκη ενός τραγουδιού που να είναι άμεσο και να τολμά να πει πράγματα, τα οποία δεν λέγονταν τότε σε ένα τραγούδι. Με ενδιέφερε πολύ η μουσική που έκαναν οι Stones ή τα μεγάλα συγκροτήματα, τα οποία τα άκουγα και τα παρακολουθούσα. Με έχουν επηρεάσει παρά πολύ. Βέβαια, οι ειδικοί, που ασχολούνταν με αυτήν τη μουσική, την ξένη, ο Μαστοράκης, ο Πετρίδης, ο Κογκαλίδης, την παρουσίαζαν ως χορευτική νεανική μόδα, δεν αντιλαμβάνονταν τότε τι στην πραγματικότητα ήταν. Έκαναν εκπομπές με top, ποιο έρχεται πρώτο, ποιο έρχεται δεύτερο. Σαν να είναι μία ιπποδρομία. Όχι ότι αυτό δεν έχει κάποιο ενδιαφέρον, αλλά δεν βρίσκεται εκεί η ουσία αυτής της μουσικής. Επρόκειτο για αληθινή έκφραση μιας καινούργιας ανάγκης να μπορέσουμε να πούμε αυτό που έχουμε μέσα μας. Λέγεται δεν λέγεται, εγώ θα το πω. Πραγματικά, το φαινόμενο ήταν περίεργο. Είχαμε μία μουσική από τον Πρίσλεϊ και μετά, που αυτοί οι οποίοι ήταν κάτω από τα 25 την καταλάβαιναν πολύ καλά και τη γλεντούσαν και αυτοί που ήταν πάνω από τα 25 την έβρισκαν εντελώς ακατανόητη. Έλεγαν «μα τι ακούτε;». Αυτό δεν είχε ξαναγίνει, γιατί παλιά δεν υπήρχε μουσική για νέους, η μουσική ήταν μία, τα τραγούδια τα άκουγαν όλοι. Άκουγαν Βέμπο οι γονείς μας, Βέμπο ακούγαμε και εμείς, δεν ακούγαμε κάτι άλλο. Αυτό το περίεργο φαινόμενο λοιπόν, το ροκ, δημιούργησε την εντύπωση ότι φτιάχτηκε μία μουσική για νέους, μα τώρα που πέρασαν τα χρόνια βλέπουμε ότι αυτό δεν ήταν μουσική για νέους, ήταν ένα κλασικό είδος, ένα αναγεννησιακό γεγονός, το οποίο απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις ηλικίες και όλα τα στρώματα.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου